Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῶν ἁμαξῶν

См. также в других словарях:

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • μηχανοδηγός — ο ειδικευμένος χειριστής μηχανών και, ιδίως τών αμαξών έλξης τών σιδηροδρόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + οδηγός (πρβλ. εργ οδηγός). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Anthestéries — Œnochoé des Anthestéries, v. 430 390 av. J. C., musée du Louvre. Les Anthestéries (en grec ancien Ἀνθεστήρια / Anthestếria, de …   Wikipédia en Français

  • αμαξοστασιάρχης — ο προϊστάμενος αμαξοστασίου λεωφορείων, σιδηροδρόμων, τρόλεϋ ή τραμ, που έχει ως έργο τη φύλαξη και συντήρηση τών αμαξών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμαξοστάσιο + παραγ. κατάλ. άρχης] …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • Έπονα — Θεά των Κελτών. Το όνομά της προέρχεται από την κελτική λέξη έπος που σημαίνει άλογο. Η γαλατορωμαϊκή εικονογραφία την αναπαριστά ντυμένη με μακρύ χιτώνα πάνω σε ένα άλογο που βαδίζει (ποτέ δεν τρέχει ούτε καλπάζει). Κατά τους αυτοκρατορικούς… …   Dictionary of Greek

  • Βαλκαμόνικα — Κοιλάδα των ιταλικών Άλπεων, γνωστή για τις χιλιάδες εγχάρακτες απεικονίσεις, από την προϊστορική εποχή, που υπάρχουν στους βράχους των κλιτύων της. Ανάλογα με το ύψος τους, οι απεικονίσεις αυτές κατατάσσονται από τους ειδικούς σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»